οκτάτευχος

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

και οχτάτευχος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάτευχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ τεύχη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάτευχος
α) τόμος ο οποίος περιλαμβάνει τα οκτώ πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
β) τίτλος έργου του Οστάνη
γ) τίτλος έργου της Ευδοκίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τεῦχος.