ολιγοέξοδος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

και λιγοέξοδος, -η, -ο
ολιγοδάπανος, φειδωλός, οικονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + έξοδο. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γ. Παγώνα].