ολιγοδάπανος
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυδάπανος.