ολιγοέξοδος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

και λιγοέξοδος, -η, -ο
ολιγοδάπανος, φειδωλός, οικονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + έξοδο. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γ. Παγώνα].