ολοκάθαρος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὁλοκάθαρος, -ον)
εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος
νεοελλ.
1. διαυγέστατος
2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα»)
3. τιμιότατος, αγνότατος.