ολοκάθαρος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὁλοκάθαρος, -ον)
εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος
νεοελλ.
1. διαυγέστατος
2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα»)
3. τιμιότατος, αγνότατος.