εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
-η, -ο (ΑΜ ὁλοστρόγγυλος, -ον)ο τελείως στρογγυλός, καταστρόγγυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στρογγύλος.