ολότητα

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁλότης, -ητος)
1. το σύνολο, το όλον («η ολότητα τών εργαζομένων»)
2. η ιδιότητα του όλου ή η αφηρημένη έννοιά του («ὡς οὔσης τῆς ὁλότητος ἑνότητός τινος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων ή συστημάτων που αποτελούνται από διαφορετικά μέρη να εμφανίζουν συμπεριφορά διάφορη από τη συμπεριφορά τών μερών τα οποία συνθέτουν το όλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλος. Η λ. αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. sarvatāt-(i)- «σωτηρία, ευημερία» και αβεστ. haurvatāt- «ολότητα, τελειότητα»].