ολόφλογος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ὁλόφλογος, -ον (Μ)
γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύφλογος].