ολόφλογος
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
ὁλόφλογος, -ον (Μ)
γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύφλογος].