ολόχρυσος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.