ομοιόθετος

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει από ένα σημείο την ίδια απόσταση με ένα άλλο σώμα
2. φρ. «ομοιόθετα σχήματα»
μαθ. όρος της επιπεδομετρίας με τον οποίο δηλώνονται όμοια σχήματα τα οποία βρίσκονται με όμοιο τρόπο σε ένα επίπεδο, ως προς κάποιο σημείο του επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -θετος (< τίθημι), πρβλ. πρωτό-θετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Π. Χιώτη].