ομόηχος
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
-η, -ο (ΑΜ ὁμόηχος, -ον)
αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦχος (πρβλ. κακόηχος)].