μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-η, -ο (ΑΜ ὁμόηχος, -ον)
αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦχος (πρβλ. κακόηχος)].