ονοκτηνοτρόφος

From LSJ

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source

Greek Monolingual

ὀνοκρηνοτρόφος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κτηνοτρόφος.