οξύπυκνος

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

ὀξύπυκνος, -ον (Α)
φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.