ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
ὀξύπυκνος, -ον (Α)φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.