οπισθοφύλακας

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

ο (Α ὀπισθοφύλαξ, -ακος)
1. στρατιώτης της οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας
2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες
η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί
νεοελλ.
ποδοσφαιριστής του οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή του αγώνα είναι η άμυνα μπροστά από το τέρμα της ομάδας του, αλλ. μπακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + φύλαξ, -ακος].