οπωροθήκη

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ὀπωροθήκη, ἡ (Α)
αποθήκη όπου φυλάγονται εδώδιμοι καρποί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + θήκη.