οπωροθήκη

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ὀπωροθήκη, ἡ (Α)
αποθήκη όπου φυλάγονται εδώδιμοι καρποί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + θήκη.