οπωροκάπηλος
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
Greek Monolingual
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].