ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ὀπωροπράτης, ὁ (Μ)οπωροπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανοπράτης.