οργάνωση
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀργάνωσις) οργανώ
συγκρότηση συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά, διοργάνωση, διευθέτηση
νεοελλ.
οργανωμένο σύνολο που έχει τις δικές του λειτουργίες και όργανα προσαρμοσμένα σε μακροπρόθεσμους σκοπούς, σύνδεσμος, εταιρεία, σωματείο.