τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ὀρειγενής, -ές (Α)1. αυτός που γεννήθηκε στα όρη («ὀρειγενέος κορίοιο», Νικ.)2. ορεινός («ὀρειγενῆ σπήλαια», Μοσχί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσογενής].