ορειθαλής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ὀρειθαλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικοθαλής].