ὀρειθαλής, -ές (Α)αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικοθαλής].