Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρειθαλής

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειθᾰλής Medium diacritics: ὀρειθαλής Low diacritics: ορειθαλής Capitals: ΟΡΕΙΘΑΛΗΣ
Transliteration A: oreithalḗs Transliteration B: oreithalēs Transliteration C: oreithalis Beta Code: o)reiqalh/s

English (LSJ)

ὀρειθαλές, blooming on the hills, Lyc.1423.

German (Pape)

[Seite 371] ές, auf den Bergen sprossend, wachsend, Lycophr. 1423.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειθᾰλής: -ές, ὁ θάλλων ἐπὶ τῶν ὀρέων, Λυκόφρων 1423.

Greek Monolingual

ὀρειθαλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικοθαλής].