οσσίχος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ὁσσίχος, -η, -ον και ὅσσιχος, -ίχη, -ον (Α)
όσο μικρός ή όσο λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. -ιχος (πρβλ. μείλιχος)].