οστέωμα

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

το
ιατρ.
1. καλοήθης όγκος που αποτελείται από ώριμο οστίτη ιστό
2. φρ. α) «οστεοειδές οστέωμα» — οστέωμα που απαντά σε ορισμένα οστά
β) «περιγεγραμμένο μυϊκό οστέωμα» — οστέωμα που απαντά μέσα σε μυς και είναι αποτέλεσμα οστεοποίησης περιγεγραμμένου αιματώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoma < ὀστέον / ὀστοῦν. Η λ., στον πληθ. ὀστεώματα, μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].