οστοδερμία

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

ὀστοδερμία, ἡ (Μ)
τα οστά και το δέρμα μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -δερμία (< -δερμος < δέρμα), πρβλ. λεπτοδερμία].