οφθαλμοκονίαση

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

και οφθαλμοκονίωση, η
πάθηση τών οφθαλμών η οποία προκαλείται από διάφορα είδη σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoconiose (< οφθαλμός + κόνις «σκόνη»)].