οφθαλμοστρόφος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα»)
2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» — νευρική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών.