οφθαλμοστρόφος
From LSJ
-ο
1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα»)
2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» — νευρική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών.