οἰκονόμημα

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκονόμημα Medium diacritics: οἰκονόμημα Low diacritics: οικονόμημα Capitals: ΟΙΚΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: oikonómēma Transliteration B: oikonomēma Transliteration C: oikonomima Beta Code: oi)kono/mhma

English (LSJ)

-ατος, τό, administration, πᾶν τὸ πρὸς τὴν διαδοχὴν ἀνῆκον οἰ. IG22.1099 (ii A.D.): pl., OGI453.19 (M. Antonius).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκονόμημα: τό, τὸ οἰκονομεῖν τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737a. 20.

Greek Monolingual

οἰκονόμημα, τὸ (Α) οικονομώ
διεύθυνση, διαχείριση.