πάνρυτος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
πάνρυτον, (ῥέω) quite liquid, Orph.H.10.23.
German (Pape)
[Seite 462] Alles durchströmend, φύσις, Orph. H. 9, 23.
Greek (Liddell-Scott)
πάνρῠτος: -ον, (ῥέω) ὅλως ῥέων, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ ρευστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνόρυτος].