πέπτηκα

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Russian (Dvoretsky)

πέπτηκα: поздн. Anth. (= πέπτωκα) pf. к πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπτηκα indic. perf. van πτήσσω.