πίεστρο
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Greek Monolingual
το / πίεστρον, ΝΑ
το πιεστήριο
νεοελλ.
1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά.
2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση αιμορραγίας, την παρακώλυση της κυκλοφορίας σε ένα μέλος του σώματος, την πίεση τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον, λύτρον)].