τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
[Seite 437] inf. aor. zu πάσχω.
πᾰθεῖν: Επικ. παθέειν, απαρ. αορ. βʹ του πάσχω.