παιδοβόλι
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
το
πολλά παιδιά μαζί συγκεντρωμένα, συρροή παιδιών, παιδομάνι, παιδολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βόλι (< βάλλω), πρβλ. αγκυροβόλι].