παιδογαμία
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
η
βιολ. τύπος αυτογαμίας που παρατηρείται σε ορισμένα πρωτόζωα, στα οποία υπάρχει αμοιβαία γονιμοποίηση γαμετών οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιο γαμόντη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. p(a)edogamy (< παῖς, παιδός + -γαμία < -γαμος < γάμος)].