πρωτόζωα
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. υποβασίλειο ή, κατ' άλλους, φύλο μικροσκοπικών μονοκύτταρων οργανισμών, που ως προς τον αριθμό ατόμων αμιλλώνται με τα βακτήρια και είναι σχεδόν πανταχού παρόντα, οπουδήποτε υπάρχει αρκετή υγρασία, για να υποστηρίξει την ενεργό ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protozoa (< πρωτο- + ζώο). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ηρ. Μητσόπουλο].