παινεύω

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

και παινώ (Μ παινῶ, -άω)
1. επαινώ, εγκωμιάζω
2. μέσ. παινεύομαι
καυχιέμαι, περιαυτολογώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, -η, -ο- πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν' ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παινῶ < αρχ. ἐπαινῶ με σίγηση του αρκτικού ε- ενώ ο τ. παινεύω < παινῶ κατά τα ρ. σε -εύω].