παλάγκο

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

το, και παλάγκος και μπαλάγκος, ο
1. ναυτ. βαρούλκο, πολύσπαστο
2. φρ. «σότο παλάγκο» — όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο παραλήπτης του φορτίου είναι υποχρεωμένος, αφού ειδοποιηθεί, να παραλάβει έγκαιρα το εμπόρευμα που ξεφορτώνεται στην πλευρά του πλοίου με βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palanco < λατ. phalangae < φάλαγξ.