παλίμβλαστος

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

German (Pape)

[Seite 448] = Vorigem, Theophr., wie die v. l. παλίβλαστος zw.

Greek Monolingual

παλίμβλαστος και παλίβλαστος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) παλιμβλαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βλαστος (< βλαστάνω)].