παλαμάκια

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

τα
επανειλημμένα χτυπήματα της μιας παλάμης πάνω στην άλλη ως ένδειξη επιδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. της λ. παλαμ-άκι, υποκορ. του παλάμη.