παλινσκοπία

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Greek (Liddell-Scott)

παλινσκοπία: ἡ, τὸ βλέπειν πάλιν ὀπίσω· ἡ αἰτ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὴν ἐναντίαν διεύθυνσιν, Εὐρ. Ὁρ. 1262, ἐξ εἰκασ. τοῦ Πόρσ.