παλιρροώ

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

παλιρροῶ, -έω (Α) παλίρρους
ρέω προς μία κατεύθυνση και αποσύρομαι από την ίδια («παλιρροεῖν γὰρ φάναι τὴν θάλατταν», Στράβ.).