παλιόκορμο
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
το
άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές, χωρίς τιμή και προσωπική αξία, αισχρός, κακοήθης, παλιάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + κορμί].