παλιάνθρωπος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ο
άτιμος, ανήθικος, κακοήθης άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + άνθρωπος].