παλιάνθρωπος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

ο
άτιμος, ανήθικος, κακοήθης άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + άνθρωπος].