παναλγής

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source

Greek Monolingual

παναλγής, -ές (Α)
1. γεμάτος άλγος
2. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) παναλγέα με πολύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αλγής (< ἄλγος)].