πανεθνικός

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο το έθνος ή αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του έθνους («πανεθνικός εορτασμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].