πανεθνικός

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο το έθνος ή αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του έθνους («πανεθνικός εορτασμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].